28η Oκτωβρίου 1940: Ένα ημερολόγιο πολέμου |
28.10.21 | |||||
Μέσα από το βιωματικό του φίλτρο, ο νεαρός Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Νικόλαος Κωστόπουλος, διοικητής της διμοιρίας σκαπανέων του 36ου Συντάγματος Πεζικού καταγράφει στο ημερολόγιό του όλη την πορεία της εξάμηνης εκστρατείας στην Αλβανία μέχρι τη συνθηκολόγηση και την επιστροφή του στο χωριό του, το Αλποχώρι Δωρίδας
Ένα προσωπικό πολεμικό ημερολόγιο, πέρα από πρωτογενή ιστορική πηγή, είναι και τόπος μνήμης ιερός. Είναι τόπος προσωπικής μαρτυρίας, αλλά και μαρτυρίου, εφόσον ο συντάκτης, εν μέρει, αυτοβιογραφείται. Καταγράφει τα νωπά του βιώματα εν θερμώ, με λέξεις βουτηγμένες στον αυθορμητισμό, την ένταση και τη συγκίνηση της στιγμής. Στο παρόν ημερολόγιο, η πρόθεση αποσαφηνίζεται εξαρχής: Ἐν τῷ παρόντι ἡμερολογίῳ δεν πρόκειται ν’ ἀναδιφίσω ἐν τῇ ἱστορίᾳ πρός ἐξεύρεσιν παραδειγμάτων, ὅσον ἀφορᾷ τούς πολέμους, ἀλλά ἐν ὀλίγοις καί ὅπως ἀντελήφθην, θά περιγράψω τά καθ’ ἐμαυτόν συμβάντα κατά τόν τελευταῖον Ἑλληνοϊταλικόν πόλεμον ἐν τῷ Ἀλβανικῷ μετώπῳ. Δεν πρόκειται, ἐνταῦθα, να θίξω πολιτικούς καί κράτη καί αἴτια τοῦ παρόντος πολέμου, καθ’ ὅ ἀναρμόδιος καί ἔργον τῆς ἱστορίας ἐν τῷ μετέπειτα χρόνῳ να κρίνῃ ἀμερολήπτως..
28η Οκτωβρίου 1940, ημέρα ΔευτέραἘφημερίδεες ….Ὅπως κάθε πρωΐ, ὁ καλός μου ἐφημεριδοπώλης, τό καλό καί τακτικό μου ξυπνητήρι, κτυπᾶ τό παράθυρο. «Κάτι βιαστικός;» τόν ἐρωτῶ. «Ἐτοιμάσου», μοῦ ἀπαντᾷ, μοῦ δίδει τήν ἐφημερίδα καί βλέπω πραγματικῶς, ὅτι κατά τάς 3 μ.μεσον. ἡ Ἰταλία ἐκήρυξε τόν πόλεμον κατά τῆς Ἑλλάδος! Δεν ἐπερίμενα ἄλλο, ἀμέσως ντύνομαι καί ἐν τῷ μεταξύ αἱ ἀπαίσιαι σειρῆνες ἠχούν δαιμονιωδῶς, ἀγγέλλουσαι τήν ἄφιξιν ἐχθρικῶν ἀεροπλάνων. (…) Ἡ πρώτη μου δουλεία ἦτο να διεκπεραιώσω μερικάς ὑποθέσεις: τρέχω εἰς τό Σχολεῖον Βενιέρη, ἔνθα παρέδιδον μαθήματα καί ἀπεχαιρέτησα τούς μαθητάς μου (…) Ὁποία συγκίνησις! Ὁποία χαρά μόλις ξεκινᾶ τό τραῖνο. (…) Δεν εἶναι δυνατόν ὁ σιδηρόδρομος να παραλάβῃ ὅλην ἐκείνην τήν μυρμηκυιάν, ἥτις προσέτρεξεν εἰς τό ἄκουσμα τῆς φωνῆς τῆς πατρίδος: Ἐμπρός για τήν Ἐλευθερία. Συνωθοῦνται ποῖος πρῶτος θά ἔμβῃ, ποῖος πρῶτος θά φθάσῃ στά σύνορα, πραγματικόν παραλήρημα ἐνθουσιασμοῦ. Έτσι πανηγυρικά ξεκινά την αφήγησή του ο νεαρός Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Νικόλαος Κωστόπουλος, διοικητής της διμοιρίας σκαπανέων του 36ου Συντάγματος Πεζικού. Η κήρυξη του πολέμου τον βρίσκει να διδάσκει στο σχολείο Βενιέρη στον Πειραιά, ως θεολόγο και από την στιγμή εκείνη αρχίζει να καταγράφει σε ημερολόγιο και, μέσα από το βιωματικό του φίλτρο, όλη την πορεία της εξάμηνης εκστρατείας στην Αλβανία μέχρι τη συνθηκολόγηση και την επιστροφή του στο χωριό του, το Αλποχώρι Δωρίδας. Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Θεοφάνης Βλάχος, ο αναλφαβητισμός που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη, ιδίως στις μη αστικές περιοχές, υπονόμευε τις όποιες φιλοδοξίες τήρησης ημερολογίου. Επομένως, «μόνο ένας εγγράμματος στρατιώτης με αγάπη για τη γραφή, είχε τη δυνατότητα και την επιθυμία να αποτυπώσει γραπτώς τη δράση του και, μέσα από την περιγραφή της εξέλιξης των γεγονότων, να αναδείξει την ατομική του προσφορά σε μία εθνική υπόθεση».
Οι ημερολογιακές αυτές σημειώσεις συνθέτουν ένα ψηφιδωτό ιστορικών πληροφοριών μαζί με εθνογραφικές και κοινωνικοπολιτισμικές αναφορές, ένα ανισοβαρές προοδευτικά συμπίλημα εχθροπραξιών και ειρηνικών στιγμών, πολεμικών ιαχών και προσευχής, ένα εκκρεμές ανάμεσα στη νίκη και την συντριβή, προσωπική και συλλογική. Ο ρυθμός της γραφής ακολουθεί τον πραγματικό χρόνο και απορροφά την ένταση ή την ηρεμία του παρόντος που βιάζεται να γίνει παρελθόν. Κάθε νέα μέρα που πέφτει στο χαρτί ανατέμνει για λίγο τον ιστορικό χρόνο και μεταβάλει την ιστορική συνθήκη. Μαζί της μεταμορφώνεται και ο συγγραφέας, αλλά και η προ- οπτική του. Ο επικός ηρωισμός της πρώτης σελίδας αντέχει μέχρι το τέλος, αλλά μοιάζει εξαντλημένος και έντρομος μετά από όσα έχει δει και έχει ζήσει. Το τουφέκι γίνεται σιγά σιγά «έρμο», «βαρύ» και «σκοτεινό». Νομίζομεν ὅτι ἐξήλθομεν διά συνήθεις στρατιωτικάς ἀσκήσεις: δέν ἔχομεν καλά χωνέψει ὅτι ξεκινήσαμε διά πόλεμον, γράφει στις 7 Νομεβρίου και δέκα μέρες σχεδόν μετά η θλιβερή παραδοχή: Μεταβαίνουμε νά ἀλληλοφαγωθοῦμε. Ὁποία ἠθική κατάπτωσις καί πώρωσις τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου, νά μή δύναται εἰρηνικῶς καί διά τῆς λογικῆς να λύῃ τάς διαφοράς, ἀλλά νά καταφεύγῃ εἰς τά ὅπλα.
Από την αρχή ως το τέλος η διήγηση συνυφαίνεται με μία έντονα βιωμένη θρησκευτικότητα: 24η Νοεμβρίου, ημέρα ΚυριακήΠλησίον εὑρίσκεται ἐξωκκλήσιον, ὁ ἱερεύς τοῦ Συντάγματος λαμβάνει τήν εὐκαιρίαν νά λειτουργήσῃ. Ὅλοι σπεύδουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἀξιωματικοί καί στρατιῶται. Ὅλοι αἰσθάνονται τήν ἀνάγκην νά προσευχηθοῦν περισσότερον παρά ἄλλοτε. Πόσοι ἐξ αὐτῶν εἶχον ν’ ἀντικρίσουν εἰκόνας τοῦ Θεοῦ χρόνια καί χρόνια καί τώρα γονυπετοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ζητῶντες συγγνώμην. Κατά τήν ὥραν τῆς μυσταγωγίας ἀκούονται πολλά ἀεροπλάνα, οὐδείς κινεῖται τῆς θέσεώς του. Ὅλοι ἔχομεν πεποίθησιν εἰς τόν Θεόν. Βομβαρδίζουν, σείεται ὅλος ὁ ναΐσκος, πίπτουν μερικά χώματα, προτιμῶμεν ν’ ἀποθάνωμεν ὅλοι ἐντός τοῦ Ναοῦ παρά να διακοπεῖ ἡ μυσταγωγία αὔτη.
To διάχυτo αυτό θρησκευτικό συναίσθημα απορρέει, τόσο από την ελπιδοφόρα πίστη στη σωτήρια θεική παρέμβαση, όσο και από την ανάγκη εξαγνισμού του ανθρώπου και των πράξεων του μέσα από την υπέρτατη καλοσύνη του Θεού. Ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια ἔχει ἐξαφανίσει ἀπό τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων κάθε ἴχνος καλωσύνης καί καλοκαγαθίας. Ὁ πόλεμος οὗτος, ἡ μεγάλη αὐτή πυρκαϊά, οὐδέποτε ἤναψεν τοιαύτη, οἵα σήμερον. Οὐαί καί ἀλλοίμονόν μας, ἐάν δέν πέσωμεν εἰς Μετάνοιαν, εἰλικρινῆ καί ἀληθινή. Οὐαί εἰς τό ἀνθρώπινον τοῦτο γένος, τό ὁποῖον πολύ ἥμαρτεν, πόσας τιμωρίας δικαίας τοῦ Θεοῦ θέ- λει λάβει. Τότε καί μόνον θά σταματήσῃ τάς συμφοράς μας, ὅταν ἐξαγνισθῶμεν!
Όσο πλησιάζει η Μεγάλη Εβδομάδα, η σύμπλευση Θείου και Ανθρώπινου γίνεται εντονότερη. Οι στρατιώτες ανεβαίνουν μαζί με τον Ιησού τον δικό τους Γολγοθά: |
Σχόλια |
|
Αυτό το κείμενο εκτυπώθηκε από το hellenicvoiceny.com, στη διεύθυνση
: http://www.hellenicvoiceny.com/index.php?option=com_content&task=view&id=14216&Itemid=33