Διακοπές στο κοσμοπολίτικο Φάληρο
06.08.17

Κέντρο της κοσμικής ζωής της Αθήνας και του Πειραιά και παραθεριστικός τόπος για Ελληνες και ξένους ήταν το Νέο Φάληρο την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού. Ηταν η «belle epoque» για το παραθαλάσσιο προάστιο.

 

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχει η άμεση σύνδεση της ανάπτυξης του Νέου Φαλήρου με την εξέλιξη του μετέπειτα ηλεκτρικού σιδηρόδρομου, που μοιάζει να… τράβηξε την περιοχή και, από μια ερημιά με δύο-τρία εργοστάσια και μερικές σούδες (χαντάκια με βρόμικα νερά), τη μετέτρεψε σε ένα κοσμοπολίτικο θέρετρο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η κίνηση αρχίζει να αυξάνει και μαζί να αναπτύσσεται η περιοχή από το 1882, οπότε φτιάχτηκαν δύο πρόχειροι σταθμοί στο Φάληρο και στο Μοσχάτο αντίστοιχα.

Πάντως, η... ληξιαρχική πράξη της δημιουργίας των λουτρών του Φαλήρου έχει ημερομηνία 8 Ιανουαρίου 1869.

ΦΕΚ 1869

Εκείνη την ημέρα δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως νόμος, που επιτρέπει στον Αγγλο Εδουάρδο Πίκεριγκ «να κατασκευάση εν τω όρμω Φαλήρου θαλάσσια λουτρά, και συνδέση αυτά μετά της απ' Αθηνών εις Πειραιά γραμμής διά σιδηροδρόμου».

Το έργο της δημιουργίας των λουτρών ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1869 και ενώ από τις 27 Φεβρουαρίου είχε ξεκινήσει δρομολόγια ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος μεταξύ Θησείου και Πειραιά.

Παράλληλα, η εταιρεία του σιδηροδρόμου κατασκευάζει το «Μέγα Ξενοδοχείο» ή «Grand Hotel», ενώ αρχίζουν, σταδιακά, να χτίζονται και τα πρώτα σπίτια, όπως του Γιαννόπουλου, που αργότερα θα κατεδαφιστεί για να χτιστεί στο ίδιο οικόπεδο το εμβληματικό ξενοδοχείο «Ακταίον».

Πάντως, τα πρώτα χρόνια η επιβατική κίνηση ήταν ελάχιστη και το τρένο μετέφερε κυρίως εμπορεύματα.

Η στάση στο Νέο Φάληρο δεν ήταν κανονική, καθώς δεν υπήρχε καν σταθμός.

«Φανταστείτε δυο-τρία σπίτια, κάποιο “καφενείο” για τους ψαράδες και πολλή ερημιά!»

(Από το βιβλίο του Θωμά Σιταρά, «Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται, 1834-1938», εκδόσεις Ωκεανίδα)

Ωστόσο, όπως πολύ σωστά είχαν εκτιμήσει οι επιτελείς της εταιρείας του σιδηρόδρομου, η ανάπτυξη του Φαλήρου θα σήμαινε και αύξηση της επιβατικής κίνησης του σιδηρόδρομου.

Στα χέρια εργολάβου

Ετσι, όταν τον Φεβρουάριο του 1879 ο σιδηρόδρομος μεταβιβάστηκε στην ιδρυθείσα, από όμιλο μετόχων της Βιομηχανικής Τράπεζας, Ανώνυμη Εταιρεία του «Απ’ Αθηνών εις Πειραιά Σιδηροδρόμου» (ΣΑΠ Α.Ε.), οι κινήσεις ανάδειξης του Φαλήρου εντάθηκαν.

«Η νέα αύτη Εταιρία μετεσκεύασε το εν Φαλήρω κτίριον του ξενοδοχείου και διά προσθήκης νέας οροφής έχει λαμπρόν κτήμα με τριάκοντα επτά δωμάτια, αίθουσα υπερμεγέθη δυνάμενην να συμπεριλάβη διά γεύμα διακόσια άτομα, προσέτι ηύξησε τα παραπήγματα των θαλασσίων λουτρών Φαλήρου. Τα κτήματα ταύτα μετά του θεάτρου ενοικιάζει εις εργολάβον κατ’ έτος αντί δρ. (δραχμών) 36 χιλ. (χιλιάδων)»

(«Ιστορία Πειραιώς 1833-1882», υπό Παντολέοντος Καμπούρογλου, σσ. 49-50)

Εκτός από τη μεγάλη μετασκευή του ξενοδοχείου, το οποίο στην ακμή του (1912) διέθετε 200 δωμάτια, η εταιρεία προχώρησε το έργο ηλεκτροφωτισμού της πλατείας, έχτισε το θεατράκι του Νέου Φαλήρου (1885) έπειτα από μια καταστροφική πυςρκαγιά και ανέλαβε να μετακαλεί από την Ευρώπη αξιόλογους θιάσους.

Σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη του Φαλήρου υπήρξε η δημιουργία ενός πρόχειρου σταθμού το 1892 και πέντε χρόνια αργότερα η κατασκευή κανονικού σταθμού, περίπου στη σημερινή θέση του (Πηγή: Ν. Σ. Κτενιάδης, «Οι πρώτοι ελληνικοί σιδηρόδρομοι», Αθήνα 1936).

Αργότερα, στο εργοστάσιο του σιδηροδρόμου, στον Πειραιά, θα κατασκευαστεί η μεγάλη εξέδρα, που θα τοποθετηθεί, το 1891, στην παραλία και θα παίζει εκεί μουσική η στρατιωτική μπάντα.

Το πρώτο κοσμικό θέρετρο έχει δημιουργηθεί και αρχίζει να συρρέει «κόσμος και κοσμάκης», όπως γράφουν οι εφημερίδες.

Ταυτόχρονα αρχίζουν να κατασκευάζονται βίλες, από τις οποίες κάποιες διετίθεντο για ενοικίαση.

«Ενοικιάζεται διά τους θερινούς μήνας η επί του λόφου παρά το νέον Φάληρον μεγάλη εξοχική οικία του κ. Δ. Μακκά τελείως επιπλωμένη και μετά ποσίμου ύδατος», ανέφερε μια αγγελία σε εφημερίδα.

Από το 1887 το Φάληρο είχε γεμίσει κέντρα, όπως η «Ταραντέλα», ο «Χρυσός Γάτος», η «Μπομπονιέρα» κ.ά., ενώ τα σπίτια που έχουν κατασκευαστεί ξεπερνούν τα 100.

Η κατασκευή του ποδηλατοδρόμιου, επίσης με έξοδα της σιδηροδρομικής εταιρείας, στη θέση που βρίσκεται το γήπεδο «Γ. Καραϊσκάκης», για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (1896), έδωσε ακόμα μια ώθηση στο θέρετρο.

Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα το Νέο Φάληρο ήταν πια μόδα.

Η εταιρεία του σιδηρόδρομου στον ισολογισμό της (από 1.1 έως 30.6.1897) έχει σταθερή αναφορά στο Ν. Φάληρο καλύπτοντας έξοδα εξωραϊσμού (54.800 δραχμές), αποζημιώσεις για πλημμύρες (18.700 δραχμές) αλλά και σημαντικά έσοδα (80.369,13 δραχμές) από τον «κλάδο Φαλήρου».

Το 1898 το Ν. Φάληρο διαθέτει ξενοδοχεία, καφενεία και ζαχαροπλαστεία και 7 εστιατόρια, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν το «Μέγα Εστιατόριον» στο μεγάλο ξενοδοχείο και το εστιατόριο του Γ. Τσελεμεντέ, θείου του πρώτου Ελληνα αρχιμάγειρα του 20ού αιώνα και συγγραφέα του πρώτου οδηγού μαγειρικής Νικόλαου Τσελεμεντέ. Επίσης, υπήρχαν 10 μαγειρεία.

Ομως, υπήρχε για πολλά χρόνια ένα μεγάλο πρόβλημα: η δυσοσμία, που «έπνιγε» την περιοχή από λιμνάζοντα βρομόνερα εργοστασίων, στη σημερινή περιοχή Σούδα Νέου Φαλήρου, όταν φυσούσε δυτικός άνεμος ή και από τα νερά του Κηφισού.

Κάθε καλοκαίρι από το 1897 και για τουλάχιστον 4-5 χρόνια, οι εφημερίδες έχουν ρεπορτάζ με μέτρα που θα ληφθούν για τον περιορισμό της δυσοσμίας, στην κατεύθυνση του ελέγχου της διάθεσης των λυμάτων των εργοστασίων.

Ομως, μάλλον μάταια. Ακόμα και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η δυσοσμία είχε απομείνει ως «σήμα κατατεθέν» του Νέου Φαλήρου.

Από τη δόξα στην παρακμή

Το «Ακταίον» των κοσμικών έγινε κατάλυμα προσφύγων

«Ναυαρχίδα» της «belle epoque» του Νέου Φαλήρου υπήρξε το εντυπωσιακό ξενοδοχείο «Ακταίον», που κατά της δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν το κέντρο της αθηναϊκής κοσμικής ζωής.

Περίπου έναν μήνα μετά την επίσημη έναρξη της λειτουργίας του, διαβάζουμε στην εφημερίδα «Αθήναι», του Γεώργιου Πωπ, ότι για να περιηγηθεί από τη μια άκρη του κτιρίου στην άλλη χρειάστηκαν δύο ολόκληρες ώρες!

Η κατασκευή του ξενοδοχείου ήταν ιδέα του Ιωάννη Γ. Πεσμαζόγλου (1857-1906), που από το 1897 είχε αναλάβει τη θέση του διευθυντή της Τραπέζης Αθηνών (συγχωνεύτηκε το 1952 με την Εθνική Τράπεζα).

Οι εργασίες ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1900, οπότε τοποθετήθηκε στο εργοτάξιο ενός οικοπέδου που ανήκε, πριν από λίγο καιρό, στον πρώτο οικιστή του Νέου Φαλήρου, τον Γιαννόπουλο, μια τεράστια πινακίδα, με την επιγραφή: «Μέγα Ξενοδοχείον το Ακταίον». Είναι η πρώτη φορά που το όνομα του ξενοδοχείου ακούγεται στο Νέο Φάληρο.

Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε την αγορά ενός παρακείμενου οικοπέδου, όπου βρισκόταν το παλιό ξενοδοχείο του Ευθ. Κεχαγιά, με είσοδο από την Ακτή Ποσειδώνος.

Ομως οι κληρονόμοι του δεν θέλησαν να πωλήσουν το οικόπεδο και έτσι η κεντρική είσοδος του «Ακταίου» δεν θα ήταν παραλιακή.

Πάντως, πριν από την ολοκλήρωση των εργασιών αγοράστηκε το παλιό ξενοδοχείο, ανακαινίστηκε και ενώθηκε με το «Ακταίο» με εσωτερικές και εξωτερικές σκάλες.

Τελικά, το ξενοδοχείο «Ακταίον» ανεγέρθηκε σε έκταση 10.000 τετραγωνικών πήχεων (5.625 τετραγωνικά μέτρα ή 5,5 στρέμματα), σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάνου Καραθανασόπουλου, μαθητή του Τσίλερ.

Για την ανέγερση, την εσωτερική διακόσμηση και τον εξοπλισμό δαπανήθηκαν περίπου 2,5 εκατομμύρια δραχμές, ποσό τεράστιο για την εποχή.

Λίγους μήνες πριν από την αποπεράτωσή του, στις 28 Δεκεμβρίου 1902, ανακοινώνεται η συμφωνία εκμίσθωσής του στον Γάλλο επιχειρηματία και διπλωμάτη Μελιέ (A. ή Μ. Meslier). Διάφορες πηγές αναφέρουν ότι η ενοικίαση έγινε για 10 χρόνια, με ετήσιο ενοίκιο 100.000 δραχμές.

Ομως, ύστερα από δύο χρόνια λειτουργίας ο Μελιέ αναγκάστηκε, πιθανόν λόγω μεγάλου λειτουργικού κόστους, να αποχωρήσει.

Στις 10 Δεκεμβρίου 1904 ανακοινώνεται ότι τη διεύθυνση του «Ακταίον» ανέλαβε ως νέος ενοικιαστής ο Μιχάλης Ρούσσος, που είχε διατελέσει διευθυντής στο «Μεγάλο Ξενοδοχείο» ή «Grand Hotel De Phalere» της Εταιρείας Σιδηροδρόμων Αθηνών-Πειραιώς.

Πάντως, πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες, το «Ακταίον» άρχισε να φιλοξενεί εκδηλώσεις και να ενυπωσιάζει…

Η πρώτη εκδήλωση γίνεται στις 19 Μαΐου 1903 και είναι μια καλλιτεχνική έκθεση της Μουσικής Εταιρείας Πειραιώς.

«Το “Ακταίον” ήτο εξόχως σημαιοστολισμένον, η είσοδος αυτού μέχρι της αιθούσης, στολισμένη εξ ανθέων, ήτο μια αληθής μαγεία», έγραφε η ημερήσια πειραϊκή εφημερίδα «Χρονογράφος».

Ομως, ως επίσημη «πρώτη» του πενταώροφου ξενοδοχείου των 160 δωματίων καταγράφεται η 1η Ιουνίου 1903. Εκείνη τη μέρα, στο μεγάλο εστιατόριο παίζει η μπάντα του ρωσικού στόλου, που ορισμένα πλοία του βρίσκονταν στο Φάληρο, ενώ παρατίθεται γεύμα σε 200 Ρουμάνους φοιτητές, που βρίσκονταν στην Ελλάδα, στο πλαίσιο Διεθνούς Εκθεσης, στο Ζάππειο.

Οι εφημερίδες της εποχής έχουν αναλυτικές περιγραφές του μεγαλοπρεπούς ξενοδοχείου.

Από την είσοδο ξεκινούσε ένας κυλινδρικός διάδρομος. Στις δύο πλευρές υπήρχαν διάφορες αίθουσες, διακοσμημένες με διαφορετικό στιλ η καθεμία.

Αριστερά, ήταν το καπνιστήριο. Μια «αραβική αίθουσα» με επίπλωση του Καΐρου, με χάλκινα αντικείμενα της Αλεξάνδρειας, με παραπετάσματα της Κωνσταντινούπολης και χαλιά Σμύρνης ενώ τριγύρω υπήρχαν ευρύχωρα και χαμηλά ντιβάνια.

Απέναντι υπήρχε η «αίθουσα της Πομπηίας», με πιστότατη διαρρύθμιση των σπιτιών της ιταλικής πόλης και ακολουθούσε η «ελληνική αίθουσα», στην οποία δέσποζαν τα αγάλματα του μυθικού Πάρη και των Τριών Χαρίτων.

Παραδίπλα υπήρχε ένα κομμωτήριο γυναικών και ακόμα δύο ξεχωριστά σαλονάκια για αλληλογραφία και αναγνωστήριο, αντίστοιχα.

Στο τελευταίο υπήρχαν καθημερινά ελληνικές και ξένες εφημερίδες και περιοδικά.

Ακόμα, υπήρχε η αίθουσα του εστιατορίου, χωρητικότητας 200 ατόμων, με εξέδρα για τη μουσική και πανάκριβα επιτραπέζια σκεύη.

Αρχιμάγειρας ήταν ο Γάλλος σεφ Εγκοφιέ, το μενού ήταν «ταμπλ ντ’ οτ» και καθημερινά άλλαζε για το γεύμα, που σερβιριζόταν 12 με 1 το μεσημέρι ή το δείπνο, στις 8.15 μ.μ.

Τέλος, ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η αίθουσα των εορτών, με θέα στη θάλασσα, διάφορα αγάλματα και μια σειρά από παιγνίδια.

Κατά τον Μεσοπόλεμο διαμορφώθηκε ένα μέρος της σε καζίνο. Ενα από τα παιχνίδια της πρώτης περιόδου που περιγράφεται είναι ένα είδος ρουλέτας:

«Ενας μικρός Αραπάκος κρατών εις το χέρι του σφαίραν ίσταται εις την κάτω βαθμίδα μιας κλίμακας. Οταν κουρντίσετε τον μηχανισμό ο Αράπης εμψυχώνεται, κινείται, ανεβαίνει δρομαίως την κλίμακα και ρίπτει τη σφαίραν ενός μεταλλίνου σωλήνος, όστις την φέρει μετά δυνάμεως εις την πλάκα».

Για όσους προτιμούσαν να μη βρίσκονται ανάμεσα στον κόσμο υπήρχε εξώστης, με αναπαυτικά καθίσματα.

Τα 160 δωμάτια του ύπνου είχαν αγγλική επίπλωση, ενώ δύο αναβατόρια οδηγούσαν στην εντυπωσιακή ταράτσα, με θέα στον Σαρωνικό και σε ολόκληρη την Αττική.

Ακόμα, το ξενοδοχείο διέθετε σφαιριστήριο, με αγγλικό και γαλλικό μπιλιάρδο, στην πίσω αυλή ένα στεγασμένο γήπεδο τένις (Λον Τένις) ενώ στην ανατολική πλευρά υπήρχε ένας θαυμάσιος κήπος.

«Το μέγεθος αμιλλάται προς την κομψότηταν και ο πλούτος προς την ευμάρειαν», έγραφε στις 18 Ιουλίου 1903 η εφημερίδα «Αθήναι», ενώ το «Εμπρός» (7.7.1903) ξεκινούσε το ρεπορτάζ γράφοντας:

«Ωραίον και μεγαλοπρεπές ως είναι προκαλεί τώρα τον θαυμασμόν το κολοσσιαίον αυτό κτίριον του Νέου Φαλήρου, με την θαμβωτική του λευκότητα, με το τεράστιον ύψος του, τας πολυτελείς ταράτσες και τους εξώστες του».

Παρ' όλα αυτά, από τις πρώτες ημέρες καταγράφονται και σοβαρές παραλείψεις.

Ετσι, σύμφωνα με ρεπορτάζ των εφημερίδων, ο αστίατρος που έκανε, στα τέλη Ιουλίου, έλεγχο στα εστιατόρια του Νέου Φαλήρου διαπίστωσε ότι στο εστιατόριο του «Ακταίον» τα μαγειρικά σκεύη ήταν ακασσιτέρωτα ή μη καλώς κασσιτερωμένα (τότε χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά χάλκινα μαγειρικά σκεύη, τα οποία έπρεπε συχνά να κασσιτερώνονται, να «γανώνονται», δηλαδή, διότι με τη χρήση το μέταλλο μπορεί εύκολα να διαφύγει σε όξινα τρόφιμα, προκαλώντας τοξικότητα).

Το κόστος στο εστιατόριο ήταν ανεκτό για μεσαία και υψηλά εισοδήματα, καθώς σε μια εποχή που ο καφές κόστιζε 10 λεπτά, το γεύμα στοίχιζε 4 δραχμές και το δείπνο 5 δραχμές το άτομο.

Τα δε δωμάτια «περιλαμβανομένης όλης της δαπάνης ενοικιάσεως και διατροφής από 15 μέχρι 20 δραχμές».

Ομως, από τον Σεπτέμβριο, που άρχιζαν να μειώνονται οι παραθεριστές, το «Ακταίον» έπρεπε να προσελκύσει πελατεία είτε στο εστιατόριο με μουσικές συναυλίες κ.ά. είτε και στα δωμάτια, στα οποία υπήρχε θέρμανση τύπου καλοριφέρ.

Ετσι, ενώ τον Σεπτέμβριο η τιμή του δωματίου είχε περιοριστεί στις 15 δραχμές, στα τέλη Οκτωβρίου δινόταν δωμάτιο από 5 δραχμές!

Αντίθετα, δεν φαίνεται να μειώθηκαν οι τιμές στο εστιατόριο, ενώ τον χειμώνα φαίνεται ότι προσείλκυε κόσμο και το μπαρ του ξενοδοχείου, που έμενε ανοιχτό μέχρι τα μεσάνυχτα, διέθετε μπιλιάρδα, προσέφερε γεύματα της ώρας και «α λα καρτ», αμερικανικά ποτά κ.ά.

Το «Ακταίον» παρέμεινε επί σχεδόν δύο δεκαετίες το επίκεντρο της κοσμικής ζωής της πρωτεύουσας.

Ωστόσο, από τα μέσα του 1920, αρχίζει σταδιακά η παρακμή του, καθώς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή χρησιμοποιείται ως κατάλυμα προσφύγων.

Τον Ιανουάριο του 1930 διεξάγονται εκεί τα πρώτα καλλιστεία για την ανάδειξη της «Μις Πειραιεύς» και από το 1935 σε δυο αίθουσές του λειτούργησε, μέχρι το 1956, ο χειμερινός κινηματογράφος «Γκρέκα».

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το κτίριο επιτάχτηκε και βομβαρδίστηκε σε αεροπορικές επιθέσεις.

Τελικά, το μεγαλύτερο τμήμα του κατεδαφίστηκε, στη διάρκεια της χούντας, από τον δοτό δήμαρχο Πειραιά Αριστείδη Σκυλίτση, ενώ την ίδια περίοδο γκρεμίστηκε και το «Μεγάλο Ξενοδοχείο».

Από το «Ακταίον» είχε απομείνει μόνο ένα τμήμα του ισογείου, που δεν θύμιζε σε τίποτα το εντυπωσιακό ξενοδοχείο και αυτό κατεδαφίστηκε την περίοδο 1991-1998.

Στη θέση του ανεγέρθηκε το κτίριο ιδιωτικού θεραπευτηρίου.


www.efsyn.gr

Σχόλια
Προσθήκη νέουΑναζήτηση
Μόνο εξουσιοδοτημένοι χρήστες μπορούν να γράψουν σχόλια!

Copyright (C) 2007

Αυτό το κείμενο εκτυπώθηκε από το hellenicvoiceny.com, στη διεύθυνση
: http://www.hellenicvoiceny.com/index.php?option=com_content&task=view&id=11566&Itemid=33