Νεκρή η Μπεναζίρ Μπούτο
27.12.07

Η πρώην πρωθυπουργός του Πακιστάν Μπεναζίρ Μπούτο σκοτώθηκε από την επίθεση αυτοκτονίας που σημειώθηκε σήμερα σε προεκλογική της συγκέντρωση, ανακοίνωσε το κόμμα της και μετέδωσε ιδιωτικό τηλεοπτικό δίκτυο του Πακιστάν.
"Έγινε μάρτυρας", πρόσθεσε ο αξιωματούχος του κόμματός της Ρέχμαν Μάλικ. Νωρίτερα άλλος εκπρόσωπος του κόμματός της είχε δηλώσει ότι δεν είχε τραυματιστεί.Το θανατό της επιβεβαίωσε επίσης ο εκπρόσωπος του πακιστανικού υπουργείου Εσωτερικών Τζαβίντ Σίμα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες καταδίκασαν την επίθεση που είχε αποτέλεσμα τον θάνατο της πρώην πρωθυπουργού του Πακιστάν Μπεναζίρ Μπούτο, ανακοίνωσε εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
"Η επίθεση δείχνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν στο Πακιστάν αυτοί που προσπαθούν να υπονομεύσουν την συμφιλίωση και την δημοκρατική εξέλιξη της χώρας", δήλωσε ο Τομ Κέισι.
Στο Ισλαμαμπάντ, εκπρόσωπος του Περβέζ Μουσάραφ δήλωσε ότι ο πρόεδρος του Πακιστάν αναμένεται να κάνει σύντομα δηλώσεις για τον θάνατο της 54χρονης ηγέτιδας της αντιπολίτευσης κατά την διάρκεια πολιτικής συγκέντρωσης στο Ραβαλπίντι.

Με τρόπο "κατηγορηματικό" η Ρωσία καταδίκασε επίσης την βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας που στοίχισε την ζωή της πρώην πρωθυπουργού του Πακιστάν Μπεναζίρ Μπούτο, δήλωσε ρώσος κυβερνητικός αξιωματούχος.

Βιογραφικό

Η 54χρονη Μπεναζίρ Μπούτο, η οποία σκοτώθηκε σήμερα από επίθεση σε προεκλογική της συγκέντρωση στο Ραβαλπίντι, έγινε το 1988 σε ηλικία 35 ετών η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός σε χώρα του ισλαμικού κόσμου.
Η Μπούτο ήταν κόρη του πρώην προέδρου και πρώην πρωθυπουργού Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο του Πακιστάν, ο οποίος εκτελέστηκε το 1979, ήταν παντρεμένη και είχε τρία παιδιά.
Η Μπούτο, η οποία σπούδασε στο Χάρβαρντ και στην Οξφόρδη, διετέλεσε από το 1984 ηγέτης εν εξορία του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν (Pakistan People’s Party), και μαζί με τη μητέρα της Νουσράτ Μπούτο συμμετείχε στο Κίνημα για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στο Πακιστάν.
Το 1986 επέστρεψε στο Πακιστάν μετά την εξορία της από το 1984 ως το 1986. Το 1988 εξασφάλισε στις εκλογές 92 από τις τις 207 έδρες και ζήτησε από τον πρόεδρο Γκουλάμ Ισχάκ Χαν την εντολή για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Το 1990 ο πρόεδρος της χώρας έπαυσε την κυβέρνησή της, κατηγορώντας την για κατάχρηση εξουσίας και διαφθορά, διέλυσε το Κοινοβούλιο και προκήρυξε εκλογές για τις 14 Οκτωβρίου.
Την ίδια χρονιά της απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα και εμφανίστηκε ενώπιον ειδικού δικαστηρίου, όπου απέρριψε ως ’’χαλκευμένες και ψευδείς’’ τις κατηγορίες για διαφθορά, νεποτισμό και κατάχρηση εξουσίας, που της απέδωσε ο πρόεδρος της χώρας. Αργότερα το ίδιος έτος το Λαϊκό Κόμμα του Πακιστάν υπέστη συντριπτική ήττα στις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν στη χώρα και η Μπούτο κατήγγειλε το εκλογικό αποτέλεσμα ως προϊόν βίας και νοθείας.
Το 1991 η Μπούτο κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος από το Ειδικό Δικαστήριο της Λαχόρης, κατηγορία την οποία αποδέχθηκε, αλλά αρνήθηκε να αποκαλύψει τους παραλήπτες των χρημάτων, ισχυριζόμενη ότι πρόκειται για κρατικό μυστικό.
Την επόμενη χρονιά η πρώην πρωθυπουργός του Πακιστάν συνελήφθη από τις αρχές επειδή διοργάνωσε αντικυβερνητική πορεία διαμαρτυρίας και εξορίστηκε από την πρωτεύουσα για 30 ημέρες.
Στις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν το 1993 το κόμμα της αναδείχθηκε πρώτο, χωρίς όμως να κερδίσει αυτοδυναμία και η Μπούτο εξελέγη πρωθυπουργός, αναλαμβάνοντας ταυτοχρόνως τα υπουργεία Οικονομικών και Εμπορίου.
Το 1996 αποπέμφθηκε από την πρωθυπουργία με εντολή του προέδρου Λεγκαρί, ο οποίος την κατηγόρησε για διαφθορά και άλλες καταχρήσεις εξουσίας και η Μπούτο προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα την ακύρωση της απομάκρυνσής της από την εξουσία. Ωστόσο το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της και την επόμενη χρονιά το κόμμα της υπέστη συντριπτική ήττα στις βουλευτικές εκλογές.
Το 1997 οι ελβετικές αρχές αποφάσισαν να παγώσουν για τρεις μήνες τους τραπεζικούς λογαριασμούς της ιδίας, του συζύγου της και της μητέρας της, ύστερα από σχετικό αίτημα της πακιστανικής κυβέρνησης η οποία ερευνούσε κατηγορίες εναντίον της για διαφθορά. Ο σύζυγός της είχε ήδη καταδικασθεί για διαφθορά και βρισκόταν στη φυλακή καθώς κατηγορείτο και για συμμετοχή σε συνωμοσία με σκοπό τη δολοφονία του αδελφού της και πολιτικού της αντιπάλου.

Το επόμενο έτος δικαστήρια της χώρας διατάζουν τη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων της ιδίας, του συζύγου της και της μητέρας της και εκδίδεται ένταλμα σύλληψης εναντίον της με την κατηγορία των παράνομων διορισμών την περίοδο της πρωθυπουργίας της.
Την ίδια χρονιά και Ελβετός δικαστής ζητεί την άσκηση δίωξης εναντίον της για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, κρίνοντας ως ύποπτα δύο συμβόλαια που είχε υπογράψει με ελβετικές εταιρίες.
Η Μπούτο εγκατέλειψε το Πακιστάν και έμεινε εξόριστη στο Λονδίνο και το Ντουμπάι.
Το 1999 καταδικάστηκε ερήμην της σε πενταετή κάθειρξη για διαφθορά. Το δικαστήριο επέβαλε στην ίδια και το σύζυγό της πρόστιμο 8,6 εκατομμυρίων δολαρίων με την κατηγορία ότι ελάμβαναν παράνομες προμήθειες από ελβετική εταιρία.
Το 2001 το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεσή της και διέταξε τη διεξαγωγή νέας δίκης εις βάρος της με την κατηγορία της διαφθοράς και το 2002 εξελέγη πρόεδρος του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν, όντας εν εξορία. Ωστόσο η κεντρική εκλογική επιτροπή απορρίπτει την υποψηφιότητά της για τις βουλευτικές εκλογές, με το αιτιολογικό ότι έχει καταδικαστεί ερήμην για διαφθορά.
Την επόμενη χρονιά η Μπούτο καταδικάζεται από δικαστήριο της Γενεύης σε φυλάκιση έξι μηνών με αναστολή και καταβολή προστίμου 262.758 δολαρίων, από κοινού με το σύζυγό της, για ξέπλυμα χρημάτων στην Ελβετία.
Το 2006 υπέγραψε με τον πρώην πρωθυπουργό Σαρίφ στο Λονδίνο μια "χάρτα για τη δημοκρατία", με την οποία αναλάμβαναν από κοινού τη δέσμευση να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία στο Πακιστάν.
Φέτος η κυβέρνηση του Πακιστάν απέσυρε τις κατηγορίες για διαφθορά εις βάρος της και τον Οκτώβριο ο πρόεδρος Μουσάραφ υπέγραψε τη "συμφωνία συμφιλίωσης" μαζί της η οποία άνοιξε το δρόμο για την επιστροφή της στη χώρα.
Λίγες ώρες μετά την επάνοδό της στην πατρίδα της στις 19 του ιδίου μήνα, έπειτα από οκτώ χρόνια εξορίας, διπλή βομβιστική επίθεση με στόχο την αυτοκινητοπομπή της στο Καράτσι είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 130 ανθρώπων. Στις 9 Νοεμβρίου οι αρχές την έθεσαν σε κατ’οίκον περιορισμό, ο οποίος ήρθη αργότερα την ίδια ημέρα, προκειμένου να εμποδίσουν τη συμμετοχή της σε προγραμματισμένη μεγάλη συγκέντρωση του κόμματός της στο Ραβαλπίντι κατά του προέδρου Μουσάραφ, ο οποίος επέβαλε στις 3 Νοεμβρίου κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη χώρα.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 12 Νοεμβρίου, οι αρχές την ξαναέθεσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό για επτά ημέρες προκειμένου να την εμποδίσουν να συμμετάσχει σε μαζική μηχανοκίνητη πορεία διαμαρτυρίας από τη Λαχόρη έως το Ισλαμαμπάντ. Ο κατ΄ οίκον περιορισμός της ήρθη τελικά στις 15 Νοεμβρίου.
"Μπορεί να προσπαθήσουν να με δολοφονήσουν", είχε δηλώσει πριν επιστρέψει στο Πακιστάν από την οκτάχρονη εξορία της στην παναραβική εφημερίδα Άσαρκ αλ Αουσάτ. "Έχω προετοιμάσει την οικογένειά μου και τα αγαπημένα μου πρόσωπα για παν ενδεχόμενο".
ert



Σχόλια
Προσθήκη νέουΑναζήτηση
Μόνο εξουσιοδοτημένοι χρήστες μπορούν να γράψουν σχόλια!

Copyright (C) 2007

Αυτό το κείμενο εκτυπώθηκε από το hellenicvoiceny.com, στη διεύθυνση
: http://www.hellenicvoiceny.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1002&Itemid=36

Τελευταία ανανέωση ( 28.12.07 )